- κεντρήεις
- κεντρ-ήεις, εσσα, εν,A sharp, prickly,
ῥίζεα Nic.Al.146
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥίζεα Nic.Al.146
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεντρήεις — κεντρήεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έχει κεντρί, κεντρωτός, αγκαθωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + κατάλ. ήεις, (πρβλ. δενδρ ήεις, ελκ ήεις)] … Dictionary of Greek
κεντρήεντα — κεντρήεις sharp neut nom/voc/acc pl κεντρήεις sharp masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)